ολόμαλλος

ολόμαλλος
-η, -ο
ο κατασκευασμένος ολότελα από μαλλί, αλλ. ολομάλλινος: Ολόμαλλο ύφασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολόμαλλος — η, ο κατασκευασμένος, αποτελούμενος εξ ολοκλήρου από μαλλί («ολόμαλλο ύφασμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + μαλλί. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 την εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • μονόμαλλος — μονόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαλλός (πρβλ. βαθυ μαλλος, δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολομάλλινος — η, ο ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”